σπιτόγατος

σπιτόγατος
ο, Ν
μτφ. (για πρόσ.) άτομο που τού αρέσει να μένει στο σπίτι, να περνάει τον ελεύθερο χρόνο του μέσα στο σπίτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”